μπαινοβγαίνω

μπαινοβγαίνω
και μπαιζοβγαίνω (Μ μπαινοβγαίνω και ἐμπαινοβγαίνω)
1. μπαίνω και βγαίνω κάπου πολύ συχνά («εμπαινοβγαίναν οι γιατροί κι όλοι τόν εφοβούνταν», Ερωτόκρ.)
2. επισκέπτομαι κάποιον ή κάτι πολύ συχνά, συχνάζω («τόν είδα πολλές φορές να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατακτικό σύνθετο < μπαίνω + βγαίνω (πρβλ. ανεβοκατεβαίνω). Ο τ. μπαιζοβγαίνω κατ' επίδραση τού μπάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαινοβγαίνω — μπαινοβγήκα, μπαίνω κάπου και βγαίνω, πηγαίνω συχνά σε κάποιο χώρο: Μπαινόβγαινε συνέχεια στα νοσοκομεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Compound verb — In linguistics, a compound verb or complex predicate is a multi word compound that acts as a single verb. One component of the compound is a light verb or vector, which carries any inflections, indicating tense, mood, or aspect, but provides only …   Wikipedia

  • Dvandva — A dvandva (Sanskrit द्वन्द्व dvandva pair ) or twin or Siamese compound refers to one or more objects that could be connected in sense by the conjunction and , where the objects refer to the parts of an agglomeration described by the compound.… …   Wikipedia

  • επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • μπαινόβγαλμα — το [μπανοβγαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαινοβγαίνω, επανειλημμένη είσοδος και έξοδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”